- τετραϋδροφουρφουρυλικός
- -ή, -ό, Νφρ. «τετραϋδροφουρφουρυλική αλκοόλη»χημ. ετεροκυκλική οργανική ένωση που παρασκευάζεται με καταλυτική υδρογόνωση τής φουρφουράλης και η οποία χρησιμοποιείται ως διαλύτης.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. tetrahydrofurfurylic (alcohol) < tetra- (< τετρ[α]-*) + hydro- (< υδρο-*) + furfurylic (< λατ. furfur «πίτουρο»)].
Dictionary of Greek. 2013.